- ανεμοσκορπίζω
- 1. σκορπίζω στους ανέμους, ασωτεύω, σπαταλώ2. «αδικομαζώματα ανεμοσκορπίσματα» — τα αποκτώμενα με άδικον τρόπο ξοδεύονται αφειδώς χωρίς να πιάνουν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμοσκορπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, διασκορπίζω εδώ κι εκεί, σπαταλώ: Κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία, αλλά την ανεμοσκόρπισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ανεμοσκορπώ — ( άω) ανεμοσκορπίζω* … Dictionary of Greek
ανεμοστροβιλίζω — 1. στριφογυρίζω σαν ανεμοστρόβιλος 2. περιστρέφω κάτι ανάλαφρα και γρήγορα 3. τρέχω ταχύτατα (σαν να προκαλώ ανεμοστρόβιλο με την κίνησή μου) 4. ανεμοσκορπίζω, σπαταλώ 5. φρ. «ανεμοστροβιλίζει» πέφτουν νιφάδες χιονιού τις οποίες στροβιλίζει ο… … Dictionary of Greek